-
1 благоустройство
благоустройство с η απο κατάσταση. η ταχτοποίηση \благоустройство города о εξωραϊσμός της πόλης* * *сη αποκατάσταση, η ταχτοποίησηблагоустро́йство го́рода — ο εξωραϊσμός της πόλης
-
2 оформление
оформление с 1) (документов) η ταχτοποίηση 2) (внешний вид) η διακόσμηση* * *с1) ( документов) η ταχτοποίηση2) ( внешний вид) η διακόσμηση -
3 укладка
укладка ж 1) (рельсов и т. л.) η τοποθέτηση, η ταχτοποίηση 2) (волос ) το χτένισμα* * *ж1) (рельсов и т. п.) τοποθέτηση, η ταχτοποίηση2) ( волос) το χτένισμα -
4 благоустроиство
благоустро||и́ствос ἡ καλή ὀρ-γάνωση [-ις], ἡ ταχτοποίηση [-ις]/ ἡ ἄνεση[-ις], τό κομφόρ (квартиры):\благоустроиствои́ство города ὁ ἐξωραϊσμός τής πόλης. -
5 подтянутость
-и θ.ταχτοποίηση, διευθέτηση• περιποίηση. -
6 слаженность
-и θ.συμφωνία, αρμονία (κινήσεων, ενεργειών κ.τ.τ.).ταχτοποίηση, διευθέτηση• κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα.
См. также в других словарях:
ταχτοποίηση — ταχτοποίηση, η και τακτοποίηση, η τοποθέτηση σε τάξη, ταξινόμηση, διευθέτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχτοποίηση — η, Ν τακτοποίηση … Dictionary of Greek
κατάταξη — η 1. τοποθέτηση, ταξινόμηση, ταχτοποίηση: Ασχολείταιμε την κατάταξη των βιβλίων του. 2. τοποθέτηση σε ορισμένη υπηρεσία: Θέλει την κατάταξή του στην Αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτοποίηση — η βλ. ταχτοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξινόμηση — η η κατάταξη σε κανονική σειρά, ταχτοποίηση, τοποθέτηση: Έγινε η ταξινόμηση των άρθρων του λεξικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)