Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η ταχτοποίηση

См. также в других словарях:

  • ταχτοποίηση — ταχτοποίηση, η και τακτοποίηση, η τοποθέτηση σε τάξη, ταξινόμηση, διευθέτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχτοποίηση — η, Ν τακτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • κατάταξη — η 1. τοποθέτηση, ταξινόμηση, ταχτοποίηση: Ασχολείταιμε την κατάταξη των βιβλίων του. 2. τοποθέτηση σε ορισμένη υπηρεσία: Θέλει την κατάταξή του στην Αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τακτοποίηση — η βλ. ταχτοποίηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξινόμηση — η η κατάταξη σε κανονική σειρά, ταχτοποίηση, τοποθέτηση: Έγινε η ταξινόμηση των άρθρων του λεξικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»